- ἄγαγ'
- ἄγαγε , ἄγωleadaor imperat act 2nd sgἄ̱γαγε , ἄγωleadaor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἄγαγε , ἄγωleadaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αγάγ — Βιβλικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Αμαληκιτών. Αιχμαλωτίστηκε από τον Σαούλ. Κατά την Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός επιθυμούσε τη θανάτωσή του, αλλά ο Σαούλ, παρά τη σχετική εντολή, τον κράτησε ζωντανό. Θανατώθηκε τελικά από τον Σαμουήλ στα Γάλγαλα … Dictionary of Greek
εκκρεμές — Κάθε σώμα που μπορεί να ταλαντεύεται, υπό την επίδραση του βάρους του, γύρω από άξονα (φυσικό ή σύνθετο ε.). Το απλόιδανικόμαθηματικό ε. αποτελείται από ένα υλικό σημείο Α (πρακτικά ένα σιδερένιο σφαιρίδιο), κρεμασμένο σε νήμα (το οποίο δεν είναι … Dictionary of Greek